- της Νατάσας Φραγκούλη
Σε κόμβο των δραστηριοτήτων της για το σύνολο της ευρωπαϊκής αγοράς μετατρέπει την Ελλάδα η Matternet, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα αιχμής του drone delivery. Η εταιρεία από τη Silicon Valley, με ιδρυτή και CEO τον Ανδρέα Ραπτόπουλο, εισέρχεται στην ελληνική αγορά, εγκαθιστώντας θυγατρική στη χώρα μας μετά από συμφωνία με τη 5G Ventures για επένδυση του Ταμείου Φαιστός στην επιχείρηση (series B financing round).
Η επιχειρηματική διαδρομή της Matternet ξεκίνησε στη Silicon Valley το 2011, όταν έγινε η πρώτη εταιρεία διανομής μικρών δεμάτων σε αστικές περιοχές, μέσω drones. Σήμερα η εταιρεία του Ανδρέα Ραυτόπουλου έχει παρουσία σε Ευρώπη, Βόρεια Αμερική και Μέση Ανατολή με αντικείμενο τις μεταφορές μικρο-δεμάτων -έως 2 κιλά- σε αστικά κέντρα με drones.
Η Matternet είναι η πρώτη εταιρεία που ξεκίνησε εμπορικές μεταφορές με πιστοποιημένα drones στις ΗΠΑ. Πρόσφατα μάλιστα σύναψε αποκλειστική συνεργασία με την UPS για την ανάπτυξη τέτοιων λύσεων σε άλλα νοσοκομεία σε ολόκληρη την Αμερική.
Λύσεις της χρησιμοποιούνται ήδη για τη μεταφορά ευπαθών αντικειμένων μεταξύ μονάδων υγείας στην Ελβετία. Μέχρι και σήμερα τα drones της εταιρείας έχουν κάνει πάνω από 20.000 εμπορικές πτήσεις σε οκτώ πόλεις σε ΗΠΑ, Ελβετία, Γερμανία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, μεταφέροντας και παραδίδοντας με ασφάλεια ευπαθή αντικείμενα, χωρίς επιβάρυνση της αστικής κυκλοφορίας.
Επίσης, έχουν χρησιμοποιηθεί με επιτυχία από φορείς όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, η UNICEF και οι Γιατροί χωρίς Σύνορα για την αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών σε Αφρική, Κεντρική Αμερική και Ασία.
Μεταφορές ιατρικών προμηθειών
Η εν Ελλάδι θυγατρική, Matternet Europe, θα στεγαστεί στο Τεχνολογικό Πάρκο «Λεύκιππος» του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος», και θα συνεργαστεί με την επιστημονική ομάδα του Media Networks Lab. Αν και το ύψος της επένδυσης δεν έχει γίνει γνωστό, παράγοντες της αγοράς που γνωρίζουν εκ των έσω τις επαφές που προηγήθηκαν της συμφωνίας σχολιάζουν ότι στη Matternet έχουν ήδη επενδύσει «βαριά» ονόματα της διεθνούς επιχειρηματικής σκηνής, όπως η Boeing (μέσω της HorizonX Ventures), η Sony (μέσω του Sony Innovation Fund), η Mercedes-Benz και η Swiss Post.
Πηγές της αγοράς, «διαβάζοντας» την έλευση της Matternet στην Ελλάδα, σημείωναν ότι η ζήτηση για υπηρεσίες delivery στην Ελλάδα έχει εκτοξευθεί στην περίοδο της πανδημίας, ενώ ειδικά η μεταφορά ευπαθών αντικειμένων, όπως ιατρικές προμήθειες είναι κρίσιμη για τη μορφολογία της χώρας και αποτελεί επί του παρόντος «παρθένο έδαφος».
Οι ίδιοι άνθρωποι τόνιζαν, πως αν και η Matternet παρέχει υπηρεσίες μόνο εντός αστικών περιοχών και σε ακτίνα έως 20 χλμ., η αποστολή -για παράδειγμα- φαρμάκων ή δειγμάτων για διαγνωστικές εξετάσεις σε ελληνικά νησιά, θα μπορούσε να έχει εφαρμογή στη χώρα μας. Θύμιζαν δε ότι μόλις την προηγούμενη εβδομάδα το υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης παρουσίασε στο Υπουργικό Συμβούλιο νομοσχέδιο, όπου περιλαμβάνονται διατάξεις για drone deliveries.
Τι κερδίζει η Ελλάδα
Η επένδυση της Matternet στην Ελλάδα μπορεί να αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερο βάθος, με τις συνέργειες που εξασφαλίζει η συνεργασία με τον «Δημόκριτο» να θέτουν τις βάσεις για ένα πιο ολοκληρωμένο οικοσύστημα στον κλάδο των drones. O «Δημόκριτος», άλλωστε, είναι μέλος του δικτύου συνεργατών, που έχει αναπτύξει η 5G Ventures για τη στήριξη των επιχειρήσεων, στις οποίες επενδύει το Ταμείο Φαιστός με υποδομές, τεχνολογία, τεχνογνωσία και πρόσβαση σε πόρους Έρευνας & Ανάπτυξης.
Επιπλέον, η εγκατάστασή της εταιρείας του Ανδρέα Ραυτόπουλου στην Αθήνα, δεν αποκλείεται να λειτουργήσει ως δέλεαρ για επαναπατρισμό εξειδικευμένων Ελλήνων μηχανικών στη χώρα, καθώς η τεχνογνωσία της Matternet στο drone delivery είναι μεγάλη.
Η εταιρεία έχει αναπτύξει μία καινοτόμα πλατφόρμα που βασίζεται στο cloud με δυνατότητα εκμετάλλευσης των δυνατοτήτων που παρέχουν τα δίκτυα 5G για την ασφαλή διαχείριση του στόλου. Επιπλέον, έχει κατασκευάσει καινοτόμους σταθμούς απογείωσης/προσγείωσης που παράλληλα λειτουργούν ως σημεία φόρτισης των drones.
Να σημειωθεί ότι η αξία της παγκόσμιας αγοράς για υπηρεσίες αστικών αερομεταφορών με τη χρήση drones υπολογίζεται ότι θα φτάσει τα 56 δισ. δολ. έως το 2030 και το 1 τρισ. δολάρια έως το 2040.