Στα χαμηλότερα έσοδα περιαγωγής, αλλά και στην πτώση στα έσοδα από την καρτοκινητή τηλεφωνία, όπως και στην ενίσχυση των προωθητικών ενεργειών κατά τη διάρκεια της πανδημίας της COVID-19 αποδίδει η Vodafone την ελαφρά μείωση των εσόδων που είχε η ελληνική θυγατρική, όσον αφορά το οικονομικό έτος που έληξε στις 31 Μαρτίου 2021.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσιοποίησε ο βρετανικός τηλεπικοινωνιακός όμιλος, τα έσοδα της Vodafone Ελλάδος διαμορφώθηκαν στα €925 εκατ. για το χρονικό διάστημα Απρίλιος 2020 – Μάρτιος 2021, παρουσιάζοντας μία πτώση 3,4% σε σχέση με τα €958 εκατ. που ήταν στο αμέσως προηγούμενο οικονομικό έτος (Απρίλιος 2019 – Μάρτιος 2020). Τα έσοδα από υπηρεσίες ανήλθαν στα €837 εκατ. έναντι €884 εκατ. (-5,3%), ενώ τα προσαρμοσμένα κέρδη προ φόρων τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) ήταν στα €283 εκατ. έναντι €304 εκατ. (-6,9%). Σημειώνεται πως το οικονομικό έτος της Vodafone Ελλάδος πρακτικά περιλαμβάνει όλο το διάστημα που ήταν σε ισχύ μέτρα αντιμετώπισης της πανδημίας.
Επενδύσεις
Από την άλλη πλευρά, η Vodafone Ελλάδος αύξησε τις επενδύσεις της, οι οποίες διαμορφώθηκαν στα €123 εκατ. έναντι €110 εκατ. (+11,8%). Επιπλέον, η κίνηση δεδομένων στο δίκτυο κινητής τηλεφωνίας της Vodafone αυξήθηκε κατά 49%, ξεπερνώντας τα 122 χιλιάδες TB (από 81.765 TB την αντίστοιχη περυσινή περίοδο), παρά τους σχεδόν 6 μήνες κατά την διάρκεια των οποίων εφαρμόστηκαν μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας.
Σε επίπεδο πελατών, οι συνδέσεις κινητής τηλεφωνίας διαμορφώθηκαν στο τέλος Μαρτίου 2021 στα 4,071 εκατ. (από 4,476 εκατ.) με τη μείωση να αποδίδεται στην «εκκαθάριση» της βάσης της καρτοκινητής, κάτι που φαίνεται και από το ότι το 40,2% αφορά συνδρομές συμβολαίου όταν το αντίστοιχο ποσοστό στο τέλος Μαρτίου 2020 ήταν στο 36,3%.
Το μέσο μηνιαίο έσοδα ανά πελάτη (ARPU) διαμορφώθηκε στα 10,4 ευρώ στο τρίμηνο Ιανουαρίου – Μαρτίου 2021 όσον αφορά το συνολικό επίπεδο (από 9,9 ευρώ). Το ARPU στα συμβόλαια ήταν στα 18,3 ευρώ και της καρτοκινητής στα 5,1 ευρώ.
Οι πελάτες σταθερής έφθασαν στο τέλος Μαρτίου στις 966.000, παρουσιάζοντας αύξηση 21.000 κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους.