-
Το 56% δηλώνει ότι οι επιχειρήσεις παρέκαμψαν διαδικασίες κυβερνοασφάλειας για να διευκολύνουν τη μετάβαση στην τηλεργασία
-
77% παρατήρησαν αύξηση στον αριθμό κυβερνοεπιθέσεων
Η υιοθέτηση της τηλεργασίας και άλλων νέων τρόπων ευέλικτης εργασίας ως αποτέλεσμα της πανδημίας, άφησε τις επιχειρήσεις εκτεθειμένες σε περισσότερες και περιπλοκότερες κυβερνοεπιθέσεις.
Η απότομη προσαρμογή στην εξ’ αποστάσεως εργασία για να παραμείνουν λειτουργικές οι επιχειρήσεις έστρεψε την προσοχή στις υποχρηματοδοτούμενες υποδομές κυβερνοασφάλειάς τους, σύμφωνα με την πρόσφατη παγκόσμια έρευνα της EY, Global Information Security Survey 2021 (GISS).
Η φετινή έκδοση της έρευνας, που εξετάζει τις απόψεις περισσοτέρων από 1.000 επικεφαλής κυβερνοασφάλειας παγκοσμίως – συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας – αποκαλύπτει ότι περισσότερες από τις μισές επιχειρήσεις (56%) παρέκαμψαν διαδικασίες κυβερνοασφάλειας, για να διευκολύνουν τη μετάβαση στην τηλεργασία ή σε ένα πιο ευέλικτο μοντέλο εργασίας.
Παράλληλα, οι επικεφαλής κυβερνοασφάλειας δηλώνουν πιο προβληματισμένοι από ποτέ σχετικά με τη δυνατότητά τους να διαχειριστούν τις κυβερνοαπειλές (43%), με περισσότερους από τρεις στους τέσσερις (77%, σε σύγκριση με 59% στην περυσινή έρευνα) να καταγγέλλουν αυξημένο αριθμό κυβερνοεπιθέσεων τους τελευταίους 12 μήνες, όπως επιθέσεις τύπου ransomware.
Οι προϋπολογισμοί δε συμβαδίζουν με τις πραγματικές ανάγκες κυβερνοασφάλειας
Παρά τον αυξανόμενο αριθμό κυβερνοαπειλών, οι προϋπολογισμοί κυβερνοασφάλειας παραμένουν περιορισμένοι σε σχέση με τον συνολικό προϋπολογισμό του IT, σύμφωνα με τη φετινή έρευνα. Ενώ οι οργανισμοί όσων συμμετείχαν στην έρευνα είχαν μέσα έσοδα της τάξης των $11 δισ. κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος, εντούτοις, οι μέσες επενδύσεις στην κυβερνοασφάλεια ανήλθαν σε μόλις $5,28 εκατ.
Σχεδόν τέσσερις στους δέκα (39%) ερωτηθέντες προειδοποιούν ότι ο προϋπολογισμός κυβερνοασφάλειας των επιχειρήσεών τους, δεν επαρκεί ούτως ώστε να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις που αναδύθηκαν τους τελευταίους 12 μήνες. Το ίδιο ποσοστό δηλώνουν ότι τα έξοδα για την κυβερνοασφάλεια δεν υπολογίζονται στις στρατηγικές επενδύσεις, όπως, για παράδειγμα, ο μετασχηματισμός της εφοδιαστικής αλυσίδας του IT.
Παράλληλα, περισσότεροι από το ένα τρίτο (36%) ανησυχούν ότι είναι θέμα χρόνου μέχρι ο οργανισμός τους να πέσει θύμα ενός μεγάλου περιστατικού παραβίασης, το οποίο θα μπορούσε να αποφευχθεί εάν είχαν γίνει περισσότερες επενδύσεις σε συστήματα κυβερνοασφάλειας.
Η οικοδόμηση σχέσεων με τη διοικητική ομάδα, μπορεί να μετατρέψει την κρίση σε ευκαιρία
Σύμφωνα με την έρευνα του 2021, οι σχέσεις μεταξύ των επικεφαλής κυβερνοασφάλειας και των άλλων τμημάτων της επιχείρησης, δεν είναι ιδιαιτέρως δυνατές ή θερμές.
Οι επικεφαλής κυβερνοασφάλειας που συμμετείχαν στην έρευνα (41%) περιγράφουν τη σχέση τους με το τμήμα marketing ως «αρνητική», ενώ 28% δηλώνουν ότι οι σχέσεις τους με τους ιδιοκτήτες της επιχείρησης είναι κακή. Ως αποτέλεσμα, μόλις 19% πιστεύουν ότι η ομάδα κυβερνοασφάλειας εμπλέκεται στον σχεδιασμό νέων επιχειρηματικών πρωτοβουλιών, σε σχέση με 36% το 2020. Επιπλέον, μόνο 25% θεωρούν ότι τα ανώτατα διοικητικά στελέχη θα περιέγραφαν τη διεύθυνση κυβερνοασφάλειας της επιχείρησής τους ως «εμπορικά προσανατολισμένη».
Σχολιάζοντας τα ευρήματα της έρευνας, ο κ. Παναγιώτης Παπαγιαννακόπουλος, Εταίρος στο Τμήμα Συμβουλευτικών Υπηρεσιών της EY Ελλάδος και Επικεφαλής Υπηρεσιών Κυβερνοασφάλειας, Προστασίας Δεδομένων και Ιδιωτικότητας της EY στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, δήλωσε: «Παγκοσμίως, αλλά και στην Ελλάδα, οι επικεφαλής κυβερνοασφάλειας οφείλουν να ευαισθητοποιήσουν τους CEOs και τα λοιπά μέλη της διοικητικής ομάδας για την ανάγκη αυτή, τους σχετικούς κινδύνους και τα οφέλη από μια αύξηση του σχετικού προϋπολογισμού.
Παράλληλα, οι διοικήσεις των επιχειρήσεων θα πρέπει να αντιληφθούν την κρισιμότητα της κυβερνοασφάλειας στη μελλοντική επιτυχία του οργανισμού τους, αλλά και ως αναπόσπαστο κομμάτι των προγραμμάτων μετασχηματισμού. Η ενίσχυση της κυβερνοασφάλειας είναι πλέον στοιχείο διαφοροποίησης και όχι τροχοπέδη».