«Η Ελλάδα έχει περιθώρια να βελτιώσει τις επιδόσεις της στην ψηφιακή μετάβαση και να συμβάλει στις συλλογικές προσπάθειες για την επίτευξη των στόχων της Ψηφιακής Δεκαετίας της ΕΕ». Αυτή είναι η γενική διαπίστωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ψηφιακή πρόοδο που έχει κάνει η Ελλάδα, όπως αυτή διατυπώνεται στην πρώτη έκθεση για την πορεία επίτευξης των στόχων της «Ψηφιακής Δεκαετίας».
Η έκθεση αξιολογεί τις επιδόσεις κάθε χώρας σε τέσσερις τομείς που σχετίζονται με την ψηφιακή μετάβαση και αφορούν: τις ψηφιακές δεξιότητες, τη συνδεσιμότητα, την ψηφιοποίηση των επιχειρήσεων και το egovernment.
«Η Ελλάδα έχει αγκαλιάσει τον ψηφιακό μετασχηματισμό ως στρατηγική ευκαιρία για την οικοδόμηση μιας πιο ανταγωνιστικής και ανθεκτικής οικονομίας και κοινωνίας με τη Βίβλο Ψηφιακού Μετασχηματισμού για το 2020-2025, που είναι ευθυγραμμισμένη με το Πρόγραμμα Πολιτικής Ψηφιακής Δεκαετίας. Προς αυτή την κατεύθυνση το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αφιερώνει 7,1 δισ. ευρώ (23,3%) στον ψηφιακό μετασχηματισμό, εκ των οποίων 6,8 δισ. ευρώ σε δράσεις, που συμβάλουν στους στόχους της Ψηφιακής Δεκαετίας», τονίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Αναφερόμενη στις ψηφιακές επιδόσεις της χώρας, η έκθεση της Επιτροπής σχολιάζει ότι, ενώ η Ελλάδα, για παράδειγμα, έχει σημειώσει «ταχεία και απτή πρόοδο στην ψηφιοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών τα τελευταία χρόνια» (π.χ. σε λιγότερο από 3 χρόνια περισσότερες από 1.500 δημόσιες υπηρεσίες έγιναν διαθέσιμες στο διαδίκτυο για άτομα και επιχειρήσεις, μειώνοντας δραστικά τον χρόνο απόκτησης υπηρεσιών), «χρειάζεται να αντιμετωπιστούν σημαντικά κενά στις άλλες διαστάσεις, όπως η χαμηλή κάλυψη δικτύων πολύ υψηλής χωρητικότητας (Very High Capacity Networks) και ο μικρός αριθμός ειδικών ΤΠΕ».
Πρόοδος στις ψηφιακές δεξιότητες
Για τον πρώτο τομέα που αξιολογεί η Επιτροπή, τις ψηφιακές δεξιότητες, η έκθεση τονίζει ότι η Ελλάδα πρέπει να εντείνει σημαντικά τις προσπάθειές της στον τομέα των ψηφιακών δεξιοτήτων. «Η ανάγκη να επεκταθεί η δεξαμενή ψηφιακών ταλέντων των ειδικών των ΤΠΕ στην Ελλάδα θα απαιτήσει ιδιαίτερη προσοχή για την αντιμετώπιση του σημερινού κενού και τη διασφάλιση ότι η οικονομία θα ωφεληθεί από έναν πληθυσμό με ψηφιακά δεξιότητες. Είναι επίσης σημαντικό η Ελλάδα να μπορεί να προβλέψει τις δεξιότητες που απαιτούνται για να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της αγοράς εργασίας και να προβλέψει τις αλλαγές στις δεξιότητες».
Σήμερα, σύμφωνα με την αξιολόγηση της Επιτροπής, πάνω από το ήμισυ του ελληνικού πληθυσμού (ηλικίας 16-74 ετών) έχει τουλάχιστον βασικές ψηφιακές δεξιότητες (52%), κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ (54%), αλλά κάτω από τον στόχο της Ψηφιακής δεκαετίας της ΕΕ του 80% έως το 2030. Ωστόσο, το ποσοστό των ειδικών ΤΠΕ στη συνολική απασχόληση στην Ελλάδα βρίσκεται στο 2,5%, κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι 4,6%, και από τα χαμηλότερα στην ΕΕ.
Πρόοδος στη συνδεσιμότητα
«Η Ελλάδα θα πρέπει να εντείνει τις προσπάθειές της στην υποδομή συνδεσιμότητας, ιδίως στην κάλυψη Gigabit. Θα πρέπει, επίσης, να βελτιώσει περαιτέρω την αποτελεσματικότητα και τον συντονισμό των πρωτοβουλιών για να διασφαλίσει τη συνοχή στην επίτευξη των στόχων συνδεσιμότητας της» αναφέρει η Επιτροπή, σχολιάζοντας τις επιδόσεις της χώρας στο πεδίο της συνδεσιμότητας.
Όπως αναφέρει η έκθεση, στη συνδεσιμότητα, η Ελλάδα συνεχίζει να έχει χαμηλή βαθμολογία στους περισσότερους δείκτες σταθερής ευρυζωνικής σύνδεσης: η χρήση συνδέσεων 100 Mbps είναι στο 20%, ενώ και το 1 Gbps στο 0% (παρόλο που το 1 Gbps είναι διαθέσιμο στο 28% των νοικοκυριών). Αυτό -σύμφωνα με την Επιτροπή- είναι χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ για την κάλυψη VHCN και FTTP (28% και για τα δύο).
Στις κινητές επικοινωνίες και δη στο 5G η εικόνα είναι καλύτερη, καθώς όπως αναφέρει η Επιτροπή «στα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας, η Ελλάδα είναι πρωτοπόρος στη διάθεση των πρωτοποριακών ζωνών 5G. Η χώρα έχει επιδείξει ταχεία πρόοδο στη βελτίωση της συνολικής κάλυψης 5G, η οποία είναι πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, συμβάλλοντας στον σχετικό στόχο της Ψηφιακής Δεκαετίας».
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης, η Ελλάδα με 86% στην κάλυψη 5G είναι πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ (81%), συμβάλλοντας θετικά στην επίτευξη του στόχου της ψηφιακής δεκαετίας. Ωστόσο, όσον αφορά την υιοθέτηση κινητής ευρυζωνικότητας, η χώρα βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ (76% έναντι 87%).
Ψηφιοποίηση επιχειρήσεων
Για τον τρίτο πυλώνα, την ψηφιοποίηση των επιχειρήσεων, η Ελλάδα -όπως αναφέρει η Επιτροπή- θα πρέπει να εντείνει σημαντικά τις προσπάθειές της: «Πρέπει να δοθεί προσοχή στην υποστήριξη της ανάπτυξης προηγμένων τεχνολογιών, συμπεριλαμβανομένων των μεγάλων δεδομένων, της τεχνητής νοημοσύνης, ιδίως στις ΜμΕ», τονίζει η έκθεση.
Από τα ίδια στοιχεία προκύπτει ότι το επίπεδο ψηφιακής έντασης των ΜμΕ στην Ελλάδα είναι 41% και απέχει πολύ από τον μέσο όρο της ΕΕ που είναι 69%. Όσον αφορά την υιοθέτηση προηγμένων ψηφιακών τεχνολογιών, οι επιχειρήσεις ήταν πιο αργές στην υιοθέτησή τους: το 2020, το 13% χρησιμοποιούσε ανάλυση μεγάλων δεδομένων (μέσος όρος ΕΕ: 14%), ενώ το 15% χρησιμοποιούσε υπηρεσίες cloud το 2021 (μέσος όρος ΕΕ: 34%) , και μόνο το 3% χρησιμοποιούσε τεχνητή νοημοσύνη (μέσος όρος ΕΕ: 8%).
Στο μεταξύ, το μερίδιο των ΜΜΕ στην Ελλάδα που πραγματοποιούν διαδικτυακές πωλήσεις (17%) είναι ελαφρώς χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ (19%).
Πρόοδος στο egovernment
«Η Ελλάδα πρέπει να εντείνει τις προσπάθειές της για την ψηφιοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών. Η ανάπτυξη των σημαντικών επενδύσεων που προορίζονται στο ΠΔΕ για τον εκσυγχρονισμό της δημόσιας διοίκησης θα πρέπει να συνεχιστεί με τον ίδιο ρυθμό για να διασφαλιστεί ότι οι πολίτες και οι επιχειρήσεις θα επωφεληθούν στο άμεσο μέλλον» αναφέρει η Επιτροπή σχολιάζοντας την πρόοδο της Ελλάδας σε θέματα egoverment.
Συνολικά, σύμφωνα με την έκθεση, η Ελλάδα έχει σημειώσει πρόοδο σχεδόν σε όλους τους δείκτες που σχετίζονται με την ψηφιοποίηση των δημόσιων υπηρεσιών. Έτσι, το ποσοστό των ενεργών χρηστών υπηρεσιών ηλεκτρονικής διακυβέρνησης (81%) είναι πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ (74%).
Ωστόσο, σύμφωνα πάντα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ελλάδα εξακολουθεί να σημειώνει βαθμολογία κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ για τους δύο δείκτες, που μετρούν τις ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες για ανθρώπους και επιχειρήσεις. Πάντως, η Επιτροπή σχολιάζει ότι τα αποτελέσματα δείχνουν αξιοσημείωτη πρόοδο στις Ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες για πολίτες, όπου η Ελλάδα βαθμολογείται με 65 (αύξηση 13 μονάδων από το προηγούμενο έτος), ενώ στις ψηφιακές υπηρεσίες προς επιχειρήσεις, η βαθμολογία είναι 74 (αύξηση 26 μονάδων από το προηγούμενο έτος).
Τέλος, η βαθμολογία για τις δημόσιες υπηρεσίες που παρέχονται μέσω διεπαφών φιλικών προς κινητά αυξήθηκε μεν στο 85, αλλά παραμένει κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ (93). Επίσης, όσον αφορά την πρόσβαση σε αρχεία ηλεκτρονικής υγείας, η Ελλάδα σημείωσε χαμηλότερη βαθμολογία από τον μέσο όρο της ΕΕ (61 έναντι 72).