Την απόφασή της να σταματήσει οριστικά την παραγωγή και εμπορία συσκευών κινητής τηλεφωνίας ανακοίνωσε ο νοτιοκορεάτικος κολοσσός των ηλεκτρονικών LG. Η απόφαση ελήφθη έπειτα από σειρά ετών που η συγκεκριμένη μονάδα της εταιρείας παρουσίαζε αρνητικά οικονομικά αποτελέσματα, με σημαντικές ζημίες.
«Είμαστε πραγματικά ευγνώμονες για την υποστήριξή σας στα προϊόντα κινητής τηλεφωνίας της LG. Η εταιρεία έλαβε πρόσφατα τη δύσκολη απόφαση να κλείσει την εταιρεία κινητής τηλεφωνίας για να επικεντρωθεί σε άλλες επιχειρήσεις που θα προσφέρουν νέες εμπειρίες και αξία για τους καταναλωτές. Τα προϊόντα μας κινητής θα συνεχίσουν να είναι διαθέσιμα όσο διαρκούν τα αποθέματα, κάτι το οποίο θα διαφέρει από χώρα σε χώρα», αναφέρει σε ανακοίνωσή της η εταιρεία.
Και συνεχίζει: «Θα τιμήσουμε πλήρως τις εγγυήσεις των προϊόντων μας και θα συνεχίσουμε να παρέχουμε ενημερώσεις λογισμικού και ασφάλειας, καθώς και ανταλλακτικά, σύμφωνα με τους ισχύοντες κανονισμούς και τις συμβατικές υποχρεώσεις.
Θέλουμε να σας ευχαριστήσουμε για την αφοσίωση και την υποστήριξή σας στην LG κινητής τηλεφωνίας. Ελπίζουμε ότι θα αγκαλιάσετε τις άλλες έξυπνες τεχνολογίες μας, καθώς η LG συνεχίζει να προσφέρει ένα ευρύ φάσμα καινοτόμων προϊόντων και υπηρεσιών που κάνουν τη ζωή καλύτερη.
Περισσότερες πληροφορίες και ερωτήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα μπορούν να βρουν οι καταναλωτές στο αγγλικό site της LG.
Πάντως, η εταιρεία σπεύδει να καθησυχάσει ότι θα παρέχει υποστήριξη τόσο σε επίπεδο συσκευών και ανταλλακτικών, όσο και σε επίπεδο λογισμικού. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι θα συνεχίσει να διαθέτει διορθώσεις και αναβαθμίσεις του Android, «όπως ορίζεται από τους ισχύοντες κανόνες της Google».
Αξίζει να σημειωθεί ότι, κατά το παρελθόν, η εταιρεία είχε καταφέρει να συγκεντρώσει σημαντικά μερίδια στην παγκόσμια αγορά, ακόμη και άνω του 10%. Προσυίασε δε κατά καιρούς πολλές συσκευές που αποτελούσαν πρωτοποριακά δείγματα τεχνολογίας. Όμως, η επέλαση των κινεζικών γιγάντων, αλλά και αρκετές αστοχίες στα νέα της προϊόντα, πίεσαν σημαντικά την εταιρεία. Αυτό οδήγησε τελικά σε μείωση του ποσοστού πωλήσεών της κοντά στο 1% παγκοσμίως. Το αποτέλεσμα ήταν να καταγράφονται σημαντικές οικονομικές ζημίες, γεγονός το οποίο και οδήγησε τελικά στην απόφαση του «λουκέτου» για τη συγκεκριμένη μονάδα.